ντέντο

ντέντο
το (Μ ντέντο)
(μετεωρ.) μονάδα μέτρησης μήκους στα μεσαιωνικά κράτη, που ισοδυναμούσε με το ένα τέταρτο τής παλάμης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”